- ταχυκίνησις
- τᾰχῠ-κίνησις [κῑ], εως, ἡ,A quick movement, ib. 17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυκίνησις — ήσεως, ἡ, Α η ταχύτητα στην κίνηση, ταχεία κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + κίνησις] … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek